μπακίρι

μπακίρι
τό
1) медь; 2) медная посудина; 3) πλ. медная посуда

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μπακίρι" в других словарях:

  • μπακίρι — το 1. ο χαλκός 2. στον πληθ. τα μπακίρια τα χάλκινα μαγειρικά σκεύη, αλλ. τα μπακιρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bakir] …   Dictionary of Greek

  • μπακίρι — το (λ. τουρκ.) 1. ο χαλκός. 2. στον πληθ., τα μπακίρια τα χάλκινα σκεύη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπακιρώνω — [μπακίρι] καλύπτω αντικείμενα με φύλλα ή πλάκες χαλκού, επιχαλκώνω …   Dictionary of Greek

  • μπακίρα — η [μπακίρι] 1. μεγάλο σκεύος από χαλκό 2. χάλκινο νόμισμα μεγάλου μεγέθους («μέ φόρτωσε ρέστα όλο μπακίρες») …   Dictionary of Greek

  • μπακιρένιος — ια, ιο [μπακίρι] αυτός που έχει κατασκευαστεί από χαλκό, χάλκινος («μπακιρένια κατσαρόλα») …   Dictionary of Greek

  • μπακιρικό — το [μπακίρι] συν. στον πληθ. τα μπακιρικά τα μπακίρια …   Dictionary of Greek

  • χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»